ανεγνώριστος

ανεγνώριστος
η , ο см. αγνώριστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεγνώριστος" в других словарях:

  • ανεγνώριστος — η, ο αυτός που δεν αναγνωρίζεται ή δεν έχει αναγνωριστεί από κάποιον, ο άγνωστος …   Dictionary of Greek

  • ανεγνώριστος — η, ο αυτός που δεν αναγνωρίζεται: Η αρρώστια τον είχε κάνει ανεγνώριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»