ανεγνώριστος
Смотреть что такое "ανεγνώριστος" в других словарях:
ανεγνώριστος — η, ο αυτός που δεν αναγνωρίζεται ή δεν έχει αναγνωριστεί από κάποιον, ο άγνωστος … Dictionary of Greek
ανεγνώριστος — η, ο αυτός που δεν αναγνωρίζεται: Η αρρώστια τον είχε κάνει ανεγνώριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)